- ἐφίστασαι
- ἐφίστημιsetpres ind mp 2nd sgἐφίστᾱσαι , ἐφιστάωaor imperat mid 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐφιστάσαι — ἐφιστά̱σᾱͅ , ἐφίστημι set pres part act fem dat sg (doric aeolic) ἐφιστά̱σᾱͅ , ἐφιστάω pres part act fem dat sg (doric) ἐφιστά̱σαῑ , ἐφιστάω aor opt act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφίστημι — (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι) διορίζω, τοποθετώ νεοελλ. 1. (αόρ.) επέστην πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως») 2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξει μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek